- περιβεβλημένως
- περι-βεβλημένως, umkleidet, gekleidet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιβεβλημένως — περιβάλλω throw round perf part mp masc acc pl (epic doric) περιβεβλημένως diffusely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβεβλημένως — Α επίρρ. 1. με πλήρη περιβολή, με πλήρη κάλυψη 2. μτφ. (για λόγο) α) με ύφος κομψό, περίτεχνα επεξεργασμένο β) διεξοδικώς, εκτενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιβεβλημένος τού περιβάλλω] … Dictionary of Greek